ἄγας

ἄγας
ἄγᾱς , ἄγη
wonder
fem acc pl
ἄγᾱς , ἄγη
wonder
fem gen sg (doric aeolic)
ἄ̱γᾱς , ἀγάω
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἄγᾱς , ἀγάω
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… …   Dictionary of Greek

  • αγάς — ο πληθ. άδες, επίρρ. αγάδικα (λ. τουρκ.) 1. τίτλος πολιτικού ή στρατιωτικού άρχοντα στην παλιά Τουρκία. 2. δεσποτικός, αυταρχικός: Τους φερνόταν σαν αγάς. 3. αυτός που αγαπά την καλοπέραση: Έτρωγε κι έπινε σαν αγάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγάς — ἀ̱γά̱ς , ἀγή breakage fem acc pl ἀγά̱ς , ἀγή 2 fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγάς, Κώστας — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από τη Χαλίλη της Φθιώτιδας. Πολέμησε στη Στερεά Ελλάδα με το Μήτσο Κοντογιάννη …   Dictionary of Greek

  • Αλή αγάς ή Αλήαγας — (18ος–19ος αι.).Διάσημος αγάς του Λάλα, γιος του αρχηγού των Λαλαίων και μεγαλύτερος αδελφός του Αλή Φαρμάκη, ο Α. ήταν ονομαστός για τα πλούτη του και την πολυτέλεια της κατοικίας του στον Λάλα. Στην υπηρεσία του είχαν προσληφθεί πολλοί Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • κιζλάρ-αγάς — και κισλαραγάς, ο (στην παλαιά Τουρκία) ο αρχιευνούχος τών σουλτανικών ανακτόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Αλαμπάνης, Χατζή Χαλίλ αγάς — (τέλη 18ου αι.). Βοεβόδας της Αθήνας (1772 73). Έμεινε στην ιστορία για τη μοχθηρία και τη φιλαργυρία του. Στα χρόνια του πέθανε ο Μητρομάρας. Ο Α. κατόρθωσε τότε να συλλάβει πολλούς άντρες του σώματός του καθώς και τις γυναίκες τους. Τους πέταξε …   Dictionary of Greek

  • Αλή αγάς Μετούσης — (18ος–19ος αι.).Τουρκαλβανός που ζούσε στο Ναύπλιο στα χρόνια της Επανάστασης και πήρε μέρος στην παράδοση της πόλης. Τη νύχτα της 29ης προς 30ή Νοεμβρίου 1822, οι Στ. Σταϊκόπουλος και Ν. Μοσχονησιώτης, οι οποίοι με εντολή του Θεόδωρου… …   Dictionary of Greek

  • Αλή αγάς Σοφτάς — (18ος–19ος αι.).Τούρκος επίσημος της Κρήτης, ονομαστός για τα πλούτη του, αλλά και για τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Καταγόταν από τα Χανιά και στο αγρόκτημά του καλούσε συχνά μορφωμένους κατοίκους της πόλης, Έλληνες και Τούρκους, που έδειχναν… …   Dictionary of Greek

  • Χασεκής, Χατζή - Αλή - αγάς — Τούρκος βοεβόδας της Αθήνας (1775–95). Αναφέρεται για την τυραννική διακυβέρνησή του και την πλεονεξία του. Ο X. άρπαξε κτήματα και περιουσίες και συμπεριφερόταν στους Έλληνες με ωμότητα. Παρά το γεγονός αυτό, προστάτεψε την Αθήνα από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”